εφοριακός

εφοριακός
ο, η
υπάλληλος οικονομικής εφορίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εφοριακός — ή, ό βλ. εφορειακός …   Dictionary of Greek

  • εφορειακός — και εφοριακός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο 2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός ο υπάλληλος τής εφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το… …   Dictionary of Greek

  • τρακτευτής — oῦ, ὁ, Μ [τρακτεύω] 1. διοικητής επαρχίας, κλιματάρχης* 2. οικονομικός υπάλληλος, εφοριακός …   Dictionary of Greek

  • Τανσίλο, Λουίτζι — (Tancillo, 1510 – 1568). Ιταλός ποιητής. Ακολούθησε τον Ισπανό αντιβασιλιά της Νάπολης στην εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Αργότερα διετέλεσε εφοριακός καθώς και δικαστικός υπάλληλος. Λογοτεχνική φήμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”